αποκεφαλιστής — ο (AM ἀποκεφαλιστής) 1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος νεοελλ. «Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς) ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ ανάμνηση του αποκεφαλισμού του … Dictionary of Greek
καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] … Dictionary of Greek
κεφαλοτόμος — κεφαλοτόμος, ον (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη τόμος, υλοτόμος] … Dictionary of Greek
κεφαλοκόπτης — κεφαλοκόπτης, ὁ (Μ) αυτός που κόβει το κεφάλι, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κόπτης (< κόπτης < κόβω), πρβλ. νυχο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek